συγυρίζω

συγυρίζω
Ν
1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω
2. μτφ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, τιμωρώ («τόν συγύρισε για καλά»)
3. μέσ. συγυρίζομαι
α) ντύνομαι
β) φροντίζω την εμφάνιση μου, ευτρεπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + γυρίζω. Κατά μία άποψη, το ρ. γυρίζω εννοείται εδώ με σημ. «περιφέρω κάποιον για διαπόμπευση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγυρίζω — συγυρίζω, συγύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγυρίζω — συγύρισα, συγυρίστηκα, συγυρισμένος 1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω: Συγυρίζω το σπίτι. 2. μτφ., τιμωρώ: Όταν επιστρέψει, θα τον συγυρίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγύρισμα — το, Ν [συγυρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγυρίζω 2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναμερίζω — (Α ἀναμερίζω) (Ν και ανεμερίζω και αναμερώ) νεοελλ. 1. απομακρύνω κάτι από τη θέση του, παραμερίζω, μετακινώ 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. απομακρύνομαι από τη θέση μου, στέκω παράμερα 4. (η παθ. μτχ. πρκμ.) αναμερισμένος, η, ο περιφρονημένος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αναμεριάζω — [ανάμερα] 1. τακτοποιώ, συγυρίζω 2. απομακρύνομαι λίγο από τη θέση μου, αποσύρομαι, παραμερίζω 3. κλίνω, γέρνω προς το ένα μέρος …   Dictionary of Greek

  • ανασκιράω — ξανατοποθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές …   Dictionary of Greek

  • εξαρτύω — (Α ἐξαρτύω) [αρτύω] ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.) αρχ. μέσ. 1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.) 2. προετοιμάζω …   Dictionary of Greek

  • εξευτρεπίζω — ἐξευτρεπίζω (Α) [ευτρεπίζω] ευτρεπίζω τελείως, συγυρίζω πολύ καλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”